Η ηλικιωμένη κυρία με το πλαστικό κάλυμμα στο κεφάλι με κοιτάζει χαμογελαστή πίσω από τα γυαλιά της - ένα ζευγάρι γαλάζια μάτια που δε δείχνουν να κουράζονται να ρωτούν, επί οκτώ ώρες την ημέρα τι θα ήθελε ο πελάτης σήμερα, σε τί ψωμάκι, με τι υλικά. Would you like Boar's Head? - είναι η ερώτηση για καλύτερης ποιότητας αλαντικά.
Ενώ παρατηρώ τον κατάλογο με τις επιλογές των τύπων σάντουιτς, το μάτι μου πέφτει στον μπροστινό μου στη σειρά - ένα νεαρό εργάτη, με τη σκούρα μπλε φόρμα εργασίας του γεμάτη μπογιές. Δείχνει μικρός, ούτε 20 χρονών και συννενοείται με νοήματα. Με το δάχτυλο λερωμένο με μπογιές επιλέγει το φαγητό του από τον κατάλογο και η υπάλληλος με τα γυαλιά κουνάει το κεφάλι της συγκαταβατικά, προσπαθώντας να καταλάβει τι της λέει.
Βγάζει από την τσέπη μερικά τσαλακωμένα χαρτονομίσματα κι εκείνη τα μετράει. Δε φτάνουν. Προσπαθεί να του εξηγήσει ότι τα χρήματα για το φαγητό και το αναψυκτικό δεν επαρκούν, όμως ο νεαρός δε δείχνει να καταλαβαίνει κουβέντα. Είναι Ισπανόφωνος. Σε μια πολιτεία που ένα μεγάλο ποσοστό της κατάγεται από χώρες της Κεντρικής και Λατινικής Αμερικής, δεν είναι σπάνιο να μη μιλά κανείς καθόλου Αγγλικά. Όμως λίγοι είναι και οι μή λατινογενείς δίγλωσσοι.
Καταφθάνει μια άλλη υπάλληλος, με εμφανή χαρακτηριστικά λατίνας: σκούρα μαλλιά και μάτια, μελί δέρμα. Μετράει μπροστά του τα τσαλακωμένα χαρτονομίσματα και του λέει στα Ισπανικά ότι τα χρήματα δεν είναι αρκετά για τα τρόφιμα που έχει επιλέξει. Ο νεαρός κοιτάζει μία το φαγητό και μία το αναψυκτικό και με μια κίνηση επιλογής τοποθετεί το χάρτινο κύπελλο στην άκρη, επιστρέφοντάς το. Τα χρήματα τώρα επαρκούν.
Διστάζω μόνο για μερικά κλάσματα του δευτερολέπτου, το πορτοφόλι ανοίγει και η διαφορά του ποσού κατατίθεται στα χέρια της υπαλλήλου.
-Θα πληρώσω εγώ για το αναψυκτικό, της λέω ενώ με κοιτάζει σαστισμένη.
Του μεταφράζει αυτό που είπα και ο νεαρός με ευχαριστεί με χαμόγελο. Τουλάχιστον, αυτές τις λίγες λέξεις στα Ισπανικά τις ξέρω.
Όταν κάθισα στην κουζίνα για να φάω, είχα τρομερή όρεξη - στο μυαλό μου χίλιες σκέψεις μα μονάχα μία κυριαρχούσε: να λερωθώ, βάφοντας τοίχους, σκάλες και φράχτες - για μερικά τσαλακωμένα δολλάρια, έχοντας την ευκαιρία της επιλογής της στιγμής.