<meta name='google-adsense-platform-account' content='ca-host-pub-1556223355139109'/> <meta name='google-adsense-platform-domain' content='blogspot.com'/> <!-- --><style type="text/css">@import url(https://www.blogger.com/static/v1/v-css/navbar/3334278262-classic.css); div.b-mobile {display:none;} </style> </head><body><script type="text/javascript"> function setAttributeOnload(object, attribute, val) { if(window.addEventListener) { window.addEventListener('load', function(){ object[attribute] = val; }, false); } else { window.attachEvent('onload', function(){ object[attribute] = val; }); } } </script> <div id="navbar-iframe-container"></div> <script type="text/javascript" src="https://apis.google.com/js/platform.js"></script> <script type="text/javascript"> gapi.load("gapi.iframes:gapi.iframes.style.bubble", function() { if (gapi.iframes && gapi.iframes.getContext) { gapi.iframes.getContext().openChild({ url: 'https://www.blogger.com/navbar.g?targetBlogID\x3d36988090\x26blogName\x3d%CE%A3%CF%85%CE%BD%CE%BF%CE%BC%CE%B9%CE%BB%CE%AF%CE%B5%CF%82+-+%CE%9C%CE%B5+%CE%93%CE%BD%CF%8E%CF%81%CE%B9%CE%BC%CE%BF%CF%85%CF%82+%CE%91%CE%B3%CE%BD%CF%8E%CF%83%CF%84%CE%BF%CF%85%CF%82\x26publishMode\x3dPUBLISH_MODE_BLOGSPOT\x26navbarType\x3dBLUE\x26layoutType\x3dCLASSIC\x26searchRoot\x3dhttps://synomilies.blogspot.com/search\x26blogLocale\x3del\x26v\x3d2\x26homepageUrl\x3dhttp://synomilies.blogspot.com/\x26vt\x3d5910212506412506192', where: document.getElementById("navbar-iframe-container"), id: "navbar-iframe" }); } }); </script>

008 - Παιδικά Χέρια στο Τζάμι

18.3.07


Είναι μεσημέρι Παρασκευής, λίγο νωρίτερα από τη συνηθισμένη μου ώρα για το μεσημεριανό φαγητό. Τρώω σ' ένα εστιατόριο που η σπεσιαλιτέ του είναι πολύ καλό ψητό κοτόπουλο, απολαμβάνοντας τον πουρέ και το σπανάκι με λιωμένο τυρί - βουτώντας το καλαμποκόψωμο στην απαλή μουστάρδα. Γύρω μου, ο κόσμος ασχολείται με τα δικά του, καθισμένος στα μονά ή διπλά τραπεζάκια. Εξω είναι μουντός ο καιρός, σιγοψιχαλίζει. Κοιτάζω αφηρημένα τις στάλες της βροχής έξω από το παράθυρο.

Πιό δίπλα, δυό πιτσιρίκια, ένα αγόρι κι ένα κορίτσι γύρω στα τρία και τέσσερα αντίστοιχα παίζουν ανέμελα, στριφογυρίζοντας κι αυτά σα στάλες της βροχής. Η μητέρα τους πρέπει να είναι κάπου πιό πέρα. Εχω σχεδόν τελειώσει το φαγητό μου όταν αρχίζει να βρέχει δυνατά. Η βροχή στη Φλόριντα πέφτει σχεδόν πάντα υπό γωνία, ποτέ κατακόρυφα - οπότε το να βγω έξω και να τρέξω στο αυτοκίνητο ισοδυναμεί με ένα γερό κατάβρεγμα, το οποίο δε θέλω να υποστώ εν ώρα εργασίας.

Τα δύο παιδάκια πλησιάζουν το τζάμι της πόρτας και χαζεύουν το χορό της βροχής πάνω του, βγάζοντας ακατάληπτες φωνούλες. Δύο ζευγάρια μικρά χεράκια ακουμπησμένα στο τζάμι προσπαθούν να γίνουν ένα με τις σταγόνες. Χαμογελάω και πίνω λεμονάδα από το ποτήρι μου. Δευτερόλεπτα αργότερα, η μικρή απομακρύνεται, αφήνοντας το μικρό της αδελφό στην πόρτα, που μόνος πλέον προσπαθεί να διατηρήσει τη νοητή επαφή με τη βροχή. Ομως ακούω πλέον όχι χαρούμενες φωνές αλλά μια ένδειξη πανικού, πόνου - μια αγχωμένη ανάσα που επαναλαμβάνεται: 'Αhhh....ahhh....ahhhh'

Δε μου πήρε πάνω από 1 δευτερόλεπτο να σηκωθώ από την καρέκλα μου και να σπρώξω την πόρτα, που είχε παγιδέψει στο άνοιγμά της τον αντίχειρα του μικρούλη που έψαχνε μονάχος την έξοδο για την επαφή με τη βροχή. Τον σήκωσα απαλά από τις μασχάλες, το πλεχτό του μπλουζάκι απαλό σαν πετσέτα στα χέρια μου κι αυτός ελαφρύς όσο ένα πουπουλένιο τίποτα - ένα τίποτα λιγότερο από τριών ετών. Τον αποθέτω απαλά στο πάτωμα, ασφαλή στα πόδια του. Η φωνούλα του δεν πρόλαβε να γίνει κραυγή πόνου, καθώς γονατίζω δίπλα του και σε λίγο έρχεται τρέχοντας η μητέρα του για να τον παραλάβει.

"Evan! Evan!"

Με ευχαριστεί και παραλαμβάνει το μικρό, κι εγώ δε λέω τίποτα απ' όσα σκέφτηκα, απ'όσα σκέφτομαι, απ'όσα πήρα κι έδωσα μέσα στα λίγα αυτά δευτερόλεπτα. Ταξίδεψα 33 χρόνια πρίν, με το μικρό μου αδερφό μωρό στην αγκαλιά μου. Ιδιο όνομα κι αυτός, Ευάγγελος, εδώ και χρόνια προσπαθεί να χαζέψει τη βροχή χωρίς να του πιάνει τον αντίχειρα η πόρτα της ζωής.

Η μητέρα με τα μικρά αναχωρούν κι ο μικρούλης Evan στέκεται με σουφρωμένα χείλη και μάτια βουρκωμένα και με κοιτάζει, ένα τοσοδούλι ανθρωπάκι με ριγωτό μπλουζάκι και κοντό παντελονάκι, μεγάλα μάτια και κατσαρά μαλλιά. Του χαμογελάω και τον αποχαιρετώ κουνώντας την παλάμη μου κι επιστρέφω να κοιτάζω τη βροχή στο τζάμι που τρέχει, τρέχει - τρέχει ασταμάτητα, σα τις σκέψεις μέσα μου - αόρατα δάκρυα των αναμνήσεων στο θαμπό γυαλί της ζωής.

posted by Λύσιππος
Κυριακή, Μαρτίου 18, 2007

7 comments