Ρούφηγμα τζούρας από το μισοτελειωμένο τσιγάρο. Τα μάτια γίνονται δυό στενές χαραμάδες.
"Ναι μωρέ, δε θα χαθούμε. Θα σου τηλεφωνήσω."
Το ποτό στο χέρι αδειάζει, το ποτήρι αφήνεται στο μπαρ, δίπλα στα άλλα άδεια ποτήρια.
"Πάρε με την άλλη εβδομάδα να βγούμε."
Αγκαλιές, χτυπήματα στην πλάτη.
"Εγινε, πες και του Δημήτρη."
Αποχαιρετισμός.
"Ωραία. Καλό βράδυ. Καλά να περάσεις."
Κράτημα απ'τους ώμους.
"Ναι σειρούλα! Κι εσύ!"
Βγήκαμε έξω στο Νοεμβριάτικο κρύο που δεν είχε μαλακώσει ακόμη από τη βροχή - έξω, στην Αθηναική νύχτα και τα φώτα έτρεχαν παντού θολά, με ταχύτητες που γινόταν φωτεινές ευθείες τριγύρω μας. Συγκίνηση, αλκοόλ, μοναξιά - καβάλα σε δυό ρόδες που έτρωγαν τις άσπρες γραμμές από τη διαχωριστική λωρίδα, τη μία μετά την άλλη - σαν ένα pacman της ζωής.
+++
Δώδεκα χρόνια πέρασαν, σειρούλα - κι ακόμη περιμένω να έρθεις να τα πιούμε. Ισως γιατί αγαπούσες τη ζωή να τρέχει γρήγορα, να πετάει με τα δικά σου φτερά - κι έφυγες ένα βράδυ με τη Yamaha, απογειώθηκες σαν Πήγασος κι ύστερα δεν προσγειώθηκες ποτέ ξανά.
Περιμένω κάθε Νοέμβριο με το ποτήρι μισογεμάτο και την καρδιά άδεια, τα μάτια θολωμένα από τα φώτα των αναμνήσεων. Στην υγειά σου σειρούλα, εκεί ψηλά.